Ανάγνωση:

 Η ανάγνωση και η γραφή διαμορφώνουν μεταξύ τους μια αναδραστική σχέση, που η μια διευκολύνει την άλλη. Στην ανάγνωση αποκρυπτογραφείται το συμβολικό σύστημα ενός γραπτού μηνύματος, αποκωδικοποιείται, δηλαδή γίνεται αναγνώριση και απόδοση. Επιπλέον διάσταση της ανάγνωσης είναι η κατανόηση των γραπτών συμβόλων και μέσω αυτών η εξαγωγή νοήματος. Ο γραπτός λόγος αποδίδεται ως τεχνητή γλώσσα κωδικοποίησης φωνημάτων, γραπτών συμβόλων, όπου το άτομο με συγκεκριμένες δεξιότητες αποτυπώνει λέξεις, ακολουθώντας το συμβολικό σύστημα που αντιστοιχεί και τους κανόνες που επιβάλλεται. Η επίτευξη αυτών των δύο ικανοτήτων από το άτομο προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση της διάκρισης του προφορικού λόγου σε φωνολογικές μονάδες. Αυτές είναι τα φωνήματα που στο γραπτό λόγο ως ηχητικές μονάδες αντιστοιχούν στα γραφήματα. Έτσι, ως βάση απόκτησης των ικανοτήτων της ανάγνωσης της γραφής τίθεται εκ των πραγμάτων η ανάπτυξη του προφορικού λόγου και ο βαθμός επίτευξης του επικοινωνιακού του χαρακτήρα με τις πρώιμες αναγνωστικές εμπειρίες του παιδιού και το πλήθος εμπειριών γραμματισμού.

            Η επίτευξη της φωνολογικής ενημερότητας διαμορφώνει στο άτομο τη σαφή κατανόηση και ικανότητα διάκρισης και χρήσης των φωνολογικών μερών των λέξεων. Διακρίνεται δε σε συλλαβική και φωνημική φωνολογική ενημερότητα. Αποτελεί μια πολύπλοκη δεξιότητα επιμέρους ικανοτήτων με εσωτερική ταξινόμηση, που αντιστοιχεί σε διαφορετικά επίπεδα χειρισμού και επεξεργασίας του λόγου, με τον ανάλογο βαθμό δυσκολίας.

            Με τη φωνολογική ενημερότητα το άτομο κατανοεί την εσωτερική δομή της γλώσσας, υπεισέρχεται σε τεχνητά και δομικά της στοιχεία, ώστε απαλλαγμένο από την προσήλωσή του στα καθαρώς επικοινωνιακά της στοιχεία και τις επικοινωνιακές της προθέσεις, επιτυγχάνει να χειριστεί περαιτέρω εκφάνσεις της όπως η ανάγνωση. Έτσι, μεταξύ της φωνολογικής ενημερότητας και της ανάγνωσης παρατηρείται και αποδεικνύεται μέσω πλήθους ερευνών μια σαφή σχέση, όπου η πρώτη αποτελεί καθοριστικό παράγοντα επίτευξης της αναγνωστικής ικανότητας. Μάλιστα δε, σημειώνεται σαφής αντιστοιχία επιμέρους ιεραρχικά δομημένων μερών της φωνολογικής ενημερότητας με ανάλογους βαθμούς αναγνωστικής δεξιότητας, καθιστώντας την πρώτη αιτιώδη παράγοντα και κριτήριο της εξελικτικής κατάκτησης της δεύτερης.

            Ο γραπτός λόγος, τεχνητό μέρος της γλώσσας, δεν ορίζεται ως στοιχείο αλλά μέσον επικοινωνίας, αναπτύσσεται στον ίδιο χώρο με την αντίστοιχη έκφανση, την ανάγνωση. Είναι δε αναπόσπαστα μέρη αυτής της διάστασής της όπου το ένα επηρεάζει το άλλο ως επίτευγμα και ως μαθησιακή δυσκολία. Όμως, υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ τους και αυτός που διεξάγει τη διάγνωση εναπόκειται να καθορίσει την πραγματική εικόνα της σε κάθε περίσταση και όπου αυτό χρειάζεται. Επιπλέον, η ανάπτυξη της κατάκτησης του γραπτού λόγου ή καλύτερα εδώ της κωδικοποίησης του προφορικού λόγου έχει ως αφετηριακό σημείο το φαινόμενο της ανάδυσης του γραμματισμού και όπως αυτό επιτυγχάνεται από το κάθε άτομο. Η ενημερότητα στο γραπτό λόγο κατακτάται από το άτομο πριν ακόμα καταστεί ικανό να χειριστεί το γραπτό λόγο μέσω των συμβόλων του τα γραφήματα. Αυτό αναδεικνύει ως σημαντικό παράγοντα το «κλίμα γραμματισμού» του οικείου περιβάλλοντος του ατόμου στα πρώιμα στάδια της κοινωνικοποίησής του και της ζωής του. Συνεπώς εδώ αναδεικνύεται μια εξάρτηση της ανάπτυξης του γραπτού λόγου στο άτομο από τον αντίστοιχο βαθμό του φαινόμενου του γραμματισμού. «Με τον όρο «αναδυόμενος γραμματισμός» περιγράφεται ακριβώς οι θεωρούμενες ως ιδιαίτερα σημαντικές στη μάθηση του γραπτού λόγου διαδικασίες, γνώσεις και στάσεις που παρατηρούνται πολύ πριν το παιδί φοιτήσει στην προσχολική εκπαίδευση». Δηλαδή, τα παιδιά πριν ακόμα γνωρίσουν να γράφουν, μέσω των ανάλογων παρατηρήσεών τους στους ενήλικους συνειδητοποιούν το στόχο των διαδικασιών και τι πρέπει να εφαρμόσουν, χωρίς να κατέχουν αυτά κάθε αυτά τα γραφήματα ως σύμβολα και τύπους.

            Η φωνολογική ενημερότητα και ο αναδυόμενος γραμματισμός αναπτύσσονται παραλλήλως και στο ανάλογο των ικανοτήτων ανάγνωσης και γραφής, και γι’ αυτό τίθεται εξ’ αρχής προβληματισμός διάκρισής τους και διακριτικότητάς τους. Παρ’ όλα αυτά είναι δυο σαφείς διαδικασίες που όπως παρακολουθούμε και από συγγραφείς ενώ αναφέρονται διαφορετικά ως «κλίμα γραμματισμού», «αναδυόμενος γραμματισμός», «φωνολογική ενημερότητα», δημιουργούν την αίσθηση του ίδιου χώρου, που τελικά αναδυόμενος γραμματισμός και φωνολογική ενημερότητα επιτυγχάνονται καλύτερα στο περιβάλλον που επικρατεί κλίμα γραμματισμού. Έτσι, παιδιά που δεν μπορούν να υπερβούν ανάλογες δυσκολίες ή δε βιώνουν σ’ ανάλογα απαιτούμενο περιβάλλον να έχουν πολλές πιθανότητες εμφάνισης μαθησιακών δυσκολιών.